- ραιβοποδία
- Μόνιμη παραμόρφωση του άκρου του ποδιού, που χαρακτηρίζεται από την έσω κάμψη πρόσθιου τμήματός του, την κάμψη του πέλματος και από την αποπλάτυνση της ποδικής κάμαρας. Η ανωμαλία αυτή είναι συνήθως συγγενής και συνοδεύεται από μεταβολές των μυών, των συνδέσμων και των οστών του άκρου του ποδιού. Οφείλεται σε κληρονομικές αιτίες ή διαταραχές των γεννητικών κυττάρων των γονέων. Σε παιδιά που δεν έχουν αρχίσει να περπατάνε, οι μεταβολές δεν είναι τόσο φανερές. Σε σοβαρές μορφές ρ., σημειώνονται σημαντικές μεταβολές στο πόδι και η παραμόρφωση είναι σχεδόν αδύνατο να διορθωθεί. Κατά τη βάδιση, ως υποστήριγμα χρησιμοποιείται το μπροστινό έξω μέρος του ποδιού, όπου και σχηματίζεται μια μεγάλη πάχυνση (κάλος). Η θεραπεία στη συγγενή ρ. αρχίζει από τις πρώτες κιόλας μέρες του βρέφους. Οι θεραπευτικές ασκήσεις γίνονται 6-7 φορές τη μέρα κατά τις πρώτες μέρες. Μετά από θεραπεία 10-12 ημερών, εφαρμόζεται γύψινο εκμαγείο σταδιακά, μέχρις ότου το πόδι μείνει στη σωστή θέση. Αν η συντηρητική θεραπεία δεν επιτύχει μέχρι την ηλικία των δυόμισι ή τριών χρόνων, τότε γίνεται εγχείρηση, που ακολουθείται από την εφαρμογή γύψινου επίδεσμου επί 6 μήνες.
Αιτία της επίκτητης ρ. μπορεί να είναι η πολιομυελίτιδα ή φλεγμονώδεις εξεργασίες και τραύματα του ποδιού και του κάτω άκρου. Η θεραπεία περιλαμβάνει την εφαρμογή γύψινου επίδεσμου σταδιακά και, μερικές φορές, χειρουργική επέμβαση, δηλαδή μεταφύτευση μυών και αρθροδεσία.
* * *η, Ν [ραιβόπους]ιατρ. ανάστροφη θέση τού άκρου ποδιού κατά την οποία μόνο το έξω πλάγιο τού πέλματος ακουμπά στο έδαφος.
Dictionary of Greek. 2013.